- τακηρός
- τακηρόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τακηρός — ά, όν, Α βλ. τακερός … Dictionary of Greek
τακηραί — τακηρός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακερός — ή, ό / τακερός, ά, όν, ΝΑ, και τακηρός Α 1. αυτός που λειώνει εύκολα 2. αυτός που βράζει εύκολα 3. (για νερό) αυτός που έχει την ιδιότητα να κάνει εύκολο το βράσιμο, ιδίως τών οσπρίων αρχ. 1. μτφ. γεμάτος πάθος και πόθο («τακερὸς Ἔρως», Ανακρ.) 2 … Dictionary of Greek